- Ρ, ρ
- (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης, της Αττικής και της Κορίνθου. Άλλα σχήματα είναι τα D (Σάμος Μίλητος, Ναύκρατις, Κύμη, Αρκαδία, Θεσσαλία κ.ά),  (Αρκαδία, Κέρκυρα), R,  (Μήλος, Κέρκυρα, Αμβρακία, Χαλκίς, Ερέτρια). Στο αττικό αλφάβητο, περίπου στα μέσα του 5ου αι. π.X., είχε επικρατήσει η ιωνική μορφή Ρ, η οποία καθιερώθηκε στο ευκλείδειο αλφάβητο και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Η μορφή R, που απαντά στα δυτικά ελληνικά αλφάβητα, μεταδόθηκε στην Ιταλία και έτσι με το σχήμα αυτό δηλώθηκε ο αντίστοιχος φθόγγος της λατινικής. Ο φθόγγος ρ της αρχαίας ελληνικής προέρχεται από τα r,   της ινδοευρωπαϊκής: ινδοευρ. bhero, ελλην. φέρω, ινδοευρ. ρίζα *- ελλην. καρδία, ινδοευρ.*dhvos, ελλην. ορθός. Από φωνητική άποψη το ρ είναι ημίφωνος φθόγγος, υγρός, ηχηρός και παράγεται αν η γλώσσα προσψαύσει τα φατνία και τεθεί σε τρομώδη κίνηση από τον εξερχόμενο αέρα. Εξαιτίας της ιδιάζουσας αυτής προφοράς, το αρκτικό ρ προσέλαβε στην ελληνική προσθετικά φωνήεντα, συνήθως ε αλλά και α, ο, και έτσι δεν απαντά το κληρονομημένο από την ινδοευρωπαϊκή αρκτικό ρ: ινδοευρ. ρίζα reudh-, ελλην. ε-ρυθρός. Το αρκτικό ρ της ελληνικής προέρχεται από τα συμπλέγματα sr, Fr. Στη νέα ελληνική το ρ, είτε στην αρχή είτε στη μέση λέξης, είναι πάντοτε ηχηρό. Στην αρχαία όμως μπορούσε να καταστεί άηχο σε συνεκφορά με δασύ σύμφωνο (χ, φ, θ) όπως αποδείχνει η λατινική μεταγραφή ελληνικών λέξεων: Crhysippus (Χρύσιππος). Σε ρ άηχο κατέληξε και το αρχικό sr, όπως φαίνεται από επιγραφές, όπου σημειώνεται ο δασύς φθόγγος Η (= h): phoFaiσι (= ροαίς, Κέρκυρα). Στα χειρόγραφα το άηχο του ρ δηλώνεται με τη σημείωση δασείας πάνω στο ρ: ροή. Σύμφωνα με τη διδασκαλία των αρχαίων γραμματικών, το ρ σε συμπλοκή με ψιλό σύμφωνο ψιλούται και με δασύ δασύνεται: A-τρεύς, αλλά θρόνος, και στη μέση λέξης τα διπλά ρρ παίρνουν, το πρώτο ψιλή και το δεύτερο δασεία. Τα αρκτικά σρ και Fρ εξελίχθηκαν σε ρρh και αργότερα απλοποιήθηκαν σε ρ. Διατήρηση του διπλού ρρ έχουμε στη σύνθεση με λέξεις που λήγουν σε βραχύ φωνήεν (καλλίρ-ροος), καθώς και μετά τη συλλαβική αύξηση των ρημάτων (έρρεον). Το σύμπλεγμα ρσ τράπηκε σε ρ με αναπληρωτική έκταση του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος: έφθερσα > έφθειρα (ει = e). Στη λεσβιακή, θεσσαλική κ.ά. τράπηκε σε ρρ: αέρσατε, λεσβ. αέρρατε, ιων. αείρατε. Eφόσον όμως ο τόνος βρισκόταν στην αμέσως προηγούμενη συλλαβή, το σύμπλεγμα διατηρήθηκε και στην Αττική έγινε ρρ: άρσην, θάρσος > άρρην, θάρρος. Σε ρρ τράπηκε επίσης και το σύμπλεγμα vρ: συν-ρέω > συρρέω. Εκτός από το ρ που κληρονομήθηκε από την ινδοευρωπαϊκή, στην αρχαία ελληνική παρατηρείται ανάπτυξη του φθόγγου από δύο περιπτώσεις: α) από το λ, είτε από ανομοίωση (αλγα-λέος - αργαλέος) είτε από μετατροπή σε συμπλέγματα με διάφορα σύμφωνα (τολμάν - τορμάν, ελπίδα - ερπίδα). Το φαινόμενο απαντά και στη νέα ελληνική: ήρθα, αδερφός· β) από τροπή του σ σε ρ. Το φαινόμενο καλείται ρωτακισμός και απαντά σε αρκετές αρχαίες διαλέκτους (Ερετρίας, Ωρωπού, Ήλιδος, λακωνική, κρητική κ.ά.). Στις διαλέκτους αυτές το μεταξύ φωνηέντων ή προ ηχηρού φθόγγου σ τράπηκε αρχικά σε ηχηρό z και έπειτα σε ρ: έχουσι, παισίν > έχουρι παιρίν, Μίσγος > Μίργος. Στην ηλειακή και λακωνική παρατηρείται τροπή μόνο του τελικού ς σε ρ ανεξάρτητα του αρχικού φθόγγου της επόμενης λέξης: Κλέανδρορ. Στην τσακωνική, που συνεχίζει την αρχαία λακωνική, το ρ αυτό διατηρήθηκε σε συνεκφορά· καούρ εκάνατε (= καλώς εκάνατε). Η ιδιάζουσα προφορά του ρ υπήρξε αιτία ποικίλων φωνητικών αλλοιώσεων όπως τα παραπάνω προσθετικά φωνήεντα η ανάπτυξη φωνήεντος (Ερεμής, αράχοντος < Ερμής, άρχοντος, Ελευσίς), η ανάπτυξη συμφώνου (γαμ-β-ρός, αν-δ-ρός) και η μετάθεση: Αφορδίτα, δαρχμά (= Αφροδίτη, δραχμή, Κρήτη) και τα μεταγενέστερα τράφος, κορκόδελος, κάτροπτον (από όπου το νεοελληνικό καθρέφτης). Στη νέα ελληνική, εκτός από την τροπή του λ σε ρ και τη μετάθεση, παρατηρείται και ανάπτυξη του φθόγγου: κατακυλώ > κατρακυλώ, και διαλεκτικά και η αποβολή του: τυΐ, δώου (= τυρί, δώρο, Σαμοθράκη).
Ρρ
* * *βλ. ρω.
Dictionary of Greek. 2013.